ψηλαφητῇ

ψηλαφητῇ
ψηλαφητής
one who feels
masc dat sg (attic epic ionic)
ψηλαφητός
that can be felt
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψηλαφητή — ψηλαφητός that can be felt fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηλαφητός — ή, ό / ψηλαφητός, ή, όν, ΝΜΑ [ψηλαφώ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, υπαρκτός, απτός (α. «ψηλαφητό πράγμα» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. μτφ. προφανής, ολοφάνερος («ψηλαφητή… …   Dictionary of Greek

  • παρουλίδα — η / παρουλίς, ίδος, ΝΜΑ διόγκωση τών ούλων, ψηλαφητή εξωτερικά από την παρειά και οφειλόμενη συνήθως σε οξεία ριζίτιδα ενός δοντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οὖλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. επ ουλίς)] …   Dictionary of Greek

  • μελαγχρωματικός ή μελαγχρωστικός — Αυτός που έχει μαύρο χρώμα· ο όρος απαντάται κυρίως στην ιατρική, για την περιγραφή συμπτωμάτων ή παθήσεων. μελαγχρωματικός σπίλος. Σαφώς περιγραμμένη βλάβη του δέρματος, με χροιά από καφέ έως μαύρη, καθώς και από μορφή που ποικίλλει από ομαλή… …   Dictionary of Greek

  • ψηλαφητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί κανείς να ψηλαφήσει ή να πιάσει, χειροπιαστός. 2. ολοφάνερος: Αυτή είναι ψηλαφητή απόδειξη της αθωότητάς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”